Πηγή: taxheaven.gr

Τον τελευταίο καιρό προκαλούν μεγάλη ανησυχία (και δικαίως) στον λογιστικό κόσμο οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το νόμο 4557/2018 σχετικά με το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, ενόψει μάλιστα της επικείμενης έκδοσης του κανονισμού από την αρμόδια εποπτική αρχή (Α.Α.Δ.Ε). Για τα υπόχρεα πρόσωπα στην τήρηση του νόμου (άρθρο 5 παρ. περ. γ', δ': Ορκωτοί λογιστές,εξωτερικοί λογιστές φοροτεχνικοί, κ.λπ) ορίζεται μια σειρά από υποχρεώσεις οι οποίες συνοπτικά είναι οι εξής:

1. Υποχρέωση στη σύνταξη εκτιμήσεων κινδύνου για αξιολόγηση πελατών σε ό,τι αφορά στο βαθμό εφαρμογής δέουσας επιμέλειας (απλουστευμένη ή αυξημένη) (άρθρο 12 παρ.4 και άρθρο 35).
2. Εφαρμογή εσωτερικών πολιτικών, ελέγχων και διαδικασιών, ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οι κίνδυνοι νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (άρθρο 35, παρ. 3).
3. Εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας για τους πελάτες των υπόχρεων (άρθρα 13 έως 19).
4. Υποχρέωση αναφοράς ύποπτων συναλλαγών στην αρχή ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, αλλά και περιπτώσεων που συνιστούν σε έσοδα από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 22).
5. Υποχρέωση αποχής από τη διενέργεια συναλλαγών, για τις οποίες τα υπόχρεα πρόσωπα γνωρίζουν ή υποπτεύονται ότι σχετίζονται με προϊόντα εγκληματικών δραστηριοτήτων (άρθρο 24).
6. Απαγόρευση γνωστοποίησης στον εμπλεκόμενο πελάτη ή σε τρίτους ότι διαβιβάστηκαν ή θα διαβιβαστούν αρμοδίως πληροφορίες ή ότι διεξάγεται ή ενδέχεται να διεξαχθεί έρευνα ή ανάλυση για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 27).
7. Υποχρέωση διαφύλαξης εγγράφων και πληροφοριών για σκοπούς πρόληψης, εντοπισμού και διερεύνησης από την Αρχή, τις αρμόδιες ή άλλες δημόσιες αρχές ενδεχόμενης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 30).
8. Λήψη μέτρων ανάλογα με τους εκτιμώμενους κινδύνους, τη φύση και το μέγεθος των υπόχρεων, ώστε οι υπάλληλοί τους να λάβουν γνώση των διατάξεων νόμου και των σχετικών κανονιστικών πράξεων. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συμμετοχή των υπαλλήλων σε ειδικά προγράμματα κατάρτισης για τον εντοπισμό των δραστηριοτήτων που συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και την εκμάθηση του τρόπου με τον οποίο πρέπει να ενεργούν στις περιπτώσεις αυτές (άρθρο 37).

Σχετική η ΠΟΛ.1204/2018

Ευρήματα από την έρευνα σε 16 χώρες της Ε.Ε.

Περιεχόμενα
1. Υπόχρεοι και επάγγελμα λογιστή σε άλλες χώρες
2. Εποπτικές αρχές
3. Κυρώσεις - Πρόστιμα
4. Αναφορές στις εποπτικές αρχές για ύποπτες συναλλαγές
5. Δέουσα επιμέλεια σε τρίτους
6. Αντιδράσεις από επαγγελματικές ομάδες


1. Υπόχρεοι και επάγγελμα λογιστή σε άλλες χώρες

Αρχικά, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι εξωτερικοί λογιστές - φοροτεχνικοί, ως υπόχρεα πρόσωπα με βάση την οδηγία (ΕΕ) 2015/849, δραστηριοποιούνται σε όλα τα κράτη με μικρές ή (σε ορισμένα κράτη) μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις.
Οι διαβαθμίσεις του επαγγέλματος είναι συνήθως: Ορκωτοί λογιστές ή Ορκωτοί ελεγκτές (σε κάποια κράτη είναι διαχωρισμένοι), Λογιστές που δεν ανήκουν στα σώματα ορκωτών λογιστών ή πιστοποιημένοι λογιστές, φορολογικοί σύμβουλοι ή φοροτεχνικοί (tax advisors ή tax consaltant), διαχειριστές περιουσίας, δικηγόροι φορολογικοί σύμβουλοι, λογιστικά γραφεία που παρέχουν συμβουλές και τήρηση βιβλίων, και τέλος μεγάλες λογιστικές εταιρίες που παρέχουν ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών.
Σε όλες τις χώρες υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες και στατιστικά σχετικά με το επάγγελμα, ωστόσο αξίζει να αναφερθεί ότι, στην Γερμανία, στη Σλοβακία, στην Τσεχία, στην Ιταλία και στην Πολωνία, οι φοροτεχνικοί (και οι λογιστές στην Πολωνία) πρέπει να έχουν υποχρεωτικά ασφάλιση αστικής ευθύνης για να ασκήσουν το επάγγελμα.
Σε αντίθεση με τους Ορκωτούς ελεγκτές, το επάγγελμα του λογιστή ή του φορολογικού συμβούλου (φορτεχνικού) δεν ρυθμίζεται νομοθετικά ή για την ακρίβεια δεν είναι πλήρως κατωχυρωμένο σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Ωστόσο,υπάρχουν ορισμένες χώρες στις οποίες το επάγγελμα του λογιστή-φοροτεχνικού προστατεύεται με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο όπως αυτό του Ορκωτού Ελεγκτή (στην Αυστρία, στο Βέλγιο, στην Τσεχική Δημοκρατία, στη Δανία, στη Γαλλία, στην Ουγγαρία, στην Ιρλανδία, στην Ιταλία, στο Λουξεμβούργο, στη Μάλτα, στην Ολλανδία, στην Πορτογαλία, στη Ρουμανία, και τη Σλοβενία).


2. Εποπτικές αρχές

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της οδηγίας  (ΕΕ) 2015/849:

Για ορισμένες υπόχρεες οντότητες, τα κράτη-μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν προσήκοντα αυτορρυθμιζόμενο φορέα ως αρχή που πρέπει να ενημερώνεται κατά πρώτον αντί της ΜΧΠ. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ένα σύστημα πρωτοβάθμιας αναφοράς σε αυτορρυθμιζόμενο φορέα αποτελεί σημαντική διασφάλιση που κατοχυρώνει την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων όσον αφορά τις υποχρεώσεις αναφοράς που ισχύουν για τους νομικούς. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν τα μέσα και τον τρόπο για την επίτευξη της προστασίας του επαγγελματικού απορρήτου, της εμπιστευτικότητας και της ιδιωτικής ζωής.
Στην παρ. 9 του άρθρου 48 της οδηγίας αναφέρεται ότι:

9.   Στην περίπτωση των υπόχρεων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 3 στοιχεία α), β) (λογιστές- φοροτεχνικούς- ελεγκτές) και δ), τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την εκτέλεση των καθηκόντων της παραγράφου 1  του παρόντος άρθρου (να παρακολουθούν δηλαδή αποτελεσματικά και να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να εξασφαλίζεται συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία) από αυτορρυθμιζόμενους φορείς, αρκεί οι εν λόγω αυτορρυθμιζόμενοι φορείς να συμμορφώνονται με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Η παράγραφος 5 του άρθρου 3 ορίζει ποιος είναι ο αυτορρυθμιζόμενος φορέας:

«ως «αυτορρυθμιζόμενος φορέας» νοείται φορέας που αντιπροσωπεύει μέλη επαγγελματικών κλάδων και παίζει ρόλο στη ρύθμιση αυτών των επαγγελμάτων, στην άσκηση ορισμένων καθηκόντων εποπτείας ή παρακολούθησης και στην εξασφάλιση της επιβολής των κανόνων που σχετίζονται με αυτά»
Με βάση την ανωτέρω διάταξη κάθε κράτος-μέλος βάσει της νομοθεσίας με την οποία έχει μεταφέρει τις διατάξεις της οδηγίας έχει αναθέσει την εποπτεία των υπόχρεων προσώπων σε διαφορετικές εποπτικές αρχές.

Αυτορρυθμιζόμενους φορείς ως εποπτική αρχή είναι για παράδειγμα στη Γερμανία (Φοροτεχνικό επιμελητήριο), στη Γαλλία [Σώμα Ορκωτών λογιστών (και για λογιστές και για Ορκωτούς Λογιστές], στην Τσεχία είναι το επιμελητήριο Φοροτεχνικών συμβούλων, στο Βέλγιο είναι το Ινστιτούτο Λογιστών, στην Ρουμανία είναι το Σώμα Ορκωτών λογιστών (και για τους Ορκωτούς και για τους Λογιστές), στην Ιταλία το Σώμα Ορκωτών Λογιστών και Εμπειρογνωμόνων Λογιστών και στο Ηνωμένο Βασίλειο οι 22 λογιστικές και νομικές ενώσεις.

Αντίθετα, στην Εσθονία είναι το Γραφείο Νομιμοποίησης Εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, στην Ολλανδία είναι το Γραφείο Χρηματοοικονομικής Εποπτείας, στην Βουλγαρία είναι η Κρατική Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας, στην Ισπανία είναι η μονάδα Οικονομικών πληροφοριών της Ισπανίας, στην Πολωνία είναι το Υπ.Οικονομικών για τους λογιστές και η κρατική ελεγκτική εποπτική εταιρία για τους Ορκωτούς, στη Σλοβακία είναι η Μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών, στην Πορτογαλία η Αρχή Τροφίμων και Οικονομικής Ασφάλειας, στην Κροατία το τμήμα πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες του υπ.Οικονομικών, στη Σουηδία 3 διοικητικά συμβούλια (αρμοδιότητας νομαρχίας)  για όλες τις κομητείες της χώρας, και στο Ηνωμένο Βασίλειο η φορολογική αρχή (Her Majesty's Revenue and Customs - HMRC) μόνο όμως για τις οντότητες (λογιστές- φοροτεχνικούς) που δεν ανήκουν σε κάποιον από τους 22 αυτορρυθμιζόμενους φορείς (δείτε λεπτομέρειες στις πληροφορίες της χώρας).

 

3. Κυρώσεις - Πρόστιμα

Οι κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση των υπόχρεων με τις απαιτήσεις της οδηγίας της Ε.Ε. και οι οποίες αφορούν στη δέουσα επιμέλεια, στην παράληψη κατάρτισης εκτιμήσεων κινδύνου, στην μη εκπόνηση πολιτικής, στην ανεπαρκή εκπαίδευση προσωπικού, στην μη διατήρηση αρχείου, κ.λπ, προβλέπονται στις νομοθεσίες όλων των χωρών. Στους κανονισμούς που έχουν εκδώσει οι εποπτικές αρχές εμφανίζονται διαφοροποιήσεις τουλάχιστον ως προ τα κατώτατα όρια. Σημειώνεται ότι, τα κράτη-μέλη έχουν το δικαίωμα να θεσπίσουν αυστηρότερες κυρώσεις.
Σύμφωνα με τις εκθέσεις που έχουν δημοσιευθεί από όλα τα κράτη, οι αυτορυθμιζόμενοι φορείς (επιμελητήρια, σύλλογοι, κ.λπ) οι οποίοι έχουν οριστεί ως εποπτικές αρχές σε ορισμένα κράτη, ειδικά στα πρώτα έτη εφαρμογής (2018,2019,2020), δεν επέβαλαν κυρώσεις, αλλά περιορίζονταν σε συστάσεις για συμμόρφωση προς τα μέλη τους όταν διαπίστωναν ότι δεν συμμορφώνονταν με τις υποχρεώσεις του νόμου.
Μεγαλύτερη αυστηρότητα φαίνεται να δείχνουν (σ.σ. πάντα σύμφωνα με τις εκθέσεις που δημοσιεύουν κάθε χρόνο) οι κρατικές εποπτικές αρχές οι οποίες και αυτές σε αρκετές περιπτώσεις περιορίζονται σε συστάσεις, στη συνέχεια όμως επιβάλλουν διοικητικά πρόστιμα.
Δεν πρέπει να παραλειφθεί  ότι, στους νόμους του κάθε κράτους, αλλά και στους σχετικούς κανονισμούς εφαρμογής, αναφέρεται (και στις περισσότερες περιπτώσεις σύμφωνα με τις εκθέσεις που έχουν μελετηθεί τηρείται) ότι οι κυρώσεις θα πρέπει να είναι αναλογικές, να λαμβάνουν υπόψη την επαναληψιμότητα της παράβασης, το μέγεθος της οντότητας που έχει προβεί στην παράβαση, καθώς και άλλες παραμέτρους.
Άλλωστε και το σχετικό άρθρο 59 της οδηγίας αναφέρει τα εξής:

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το παρόν άρθρο εφαρμόζεται τουλάχιστον σε περιπτώσεις σοβαρής, επαναλαμβανόμενης ή συστηματικής παράβασης —ή παράβασης που συνδυάζει τα ανωτέρω κριτήρια— των υπόχρεων οντοτήτων να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις που ορίζονται:
α) στα άρθρα 10 έως 24 (δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη)·
β) στα άρθρα 33, 34 και 35 (αναφορά ύποπτων συναλλαγών)·
γ) στο άρθρο 40 (τήρηση αρχείων)· και
δ) στα άρθρα 45 και 46 (εσωτερικοί έλεγχοι).
Οι διαφοροποιήσεις στην επιβολή κυρώσεων από κράτος σε κράτος στοιχειοθετείται περισσότερο στην πρακτική που ακολουθεί κάθε εποπτική αρχή και όχι τόσο στο ύψος των προστίμων το οποίο δεν παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις από χώρα σε χώρα. Το Βέλγιο για παράδειγμα λαμβάνει μέτρα χωρίς να επιβάλει άμεσα χρηματική κύρωση (δημοσίευση παράβασης, ανάκληση άδειας, κ.λπ.). Στη Φιλανδία επίσης στο νόμο για το ξέπλημα βρώμικου χρήματος (κεφάλαιο 8 άρθρο 6) αναφέρεται ότι "Η εποπτική αρχή μπορεί να μην επιβάλει πρόστιμο σε νομικό ή φυσικό πρόσωπο ή να αναβάλει την επιβολή, εάν η αρχή λάβει οποιοδήποτε άλλο τέτοιο εποπτικό μέτρο που ορίζει ο νόμος."
Στον αντίποδα, οι εποπτικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν διστάζουν να επιβάλλουν αυστηρά και μεγάλα πρόστιμα στις οντότητες που δεν συμμορφώνονται με τις διατάξεις του νόμου για το ξέπλυμα.
 

 

4. Αναφορές στις εποπτικές αρχές για ύποπτες συναλλαγές

Από τις εκθέσεις που έχουν δημοσιεύσει οι εποπτικές αρχές αλλά και οι κρατικές αρχές των κρατών-μελών που είναι υπεύθυνες για το ξέπλυμα χρήματος, διαπιστώνεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των αναφορών για ύποπτες συναλλαγές που λαμβάνουν οι αρχές, προέρχεται από τις Τράπεζες και τις λοιπές οντότητες που δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι λογιστές, οι φοροτεχνικοί, οι νομικοί, οι Ορκωτοί ελεγκτές, οι συμβολαιογράφοι και οι λοιπές επαγγελματικές ομάδες που δεν δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό τομέα, στέλνουν ελάχιστες αναφορές για ύποπτες συναλλαγές, οι οποίες στην πλειονότητα των κρατών στο σύνολό τους δεν ξεπερνούν το 1% του συνόλου των αναφορών (σ.σ. δείτε αναλυτικά στατιστικά ανά χώρα).

 

5. Δέουσα επιμέλεια σε τρίτους

Και στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 (άρθρα 25 έως 29) και φυσικά στον ν. 4557/2018 (άρθρο 19) αλλά και στους επιμέρους νόμους των κρατών μελών ορίζεται ότι ορισμένα στοιχεία της δέουσας επιμέλεια των πελατών μπορούν να ανατεθούν σε τρίτους.  Σε αρκετές χώρες οι υπόχρεοι αναθέτουν την ταυτοποίηση, την επαλήθευση των στοιχείων των πελατών καθώς και την ανάλυση κινδύνου για την κατηγοριοποίηση της δέουσας επιμέλειας (υπάρχουν και σχετικές εφαρμογές) σε τρίτες εταιρίες (συνήθως δικηγορικές εταιρίες αλλά όχι μόνο) που εξειδικεύονται στο αντικείμενο χωρίς βέβαια να μετατίθεται και η ευθύνη στους τρίτους.


 

6. Αντιδράσεις από επαγγελματικές ομάδες

Αντιδράσεις από ορισμένες επαγγελματικές ομάδες (λογιστές, Φοροτεχνικοί, Δικηγόροι) σχετικά με τις υποχρεώσεις της οδηγίας διαπιστώθηκαν σε λίγες χώρες, ωστόσο είναι υπαρκτές και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν αν μη τι άλλο έχουν βάση.

-Η συμμόρφωση με τους νόμους για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ενδέχεται να έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της εμπιστευτικότητας στις επικοινωνίες μεταξύ των επαγγελματιών και των πελατών τους. Μέσω συμβάσεων, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι και λογιστές, μαζί με άλλους επαγγελματίες, λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες για τον πελάτη. Η αναγνώριση ταυτότητας και η αποθήκευση δεδομένων μπορεί να μην είναι μεγάλο πρόβλημα, καθώς δεν βλάπτει σημαντικά τα συμφέροντα των πελατών. Ωστόσο, η αναφορά ύποπτων συναλλαγών μπορεί να βλάψει τη σχέση μεταξύ του επαγγελματία και του πελάτη με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

- Τα λογιστικά γραφεία και οι μικροί ελεύθεροι. επαγγελματίες, χωρίς καμία εξαίρεση, πρέπει να εκπονούν και να εφαρμόζουν εσωτερικές διαδικασίες που ρυθμίζουν τους κανόνες συμπεριφοράς και εκτέλεσης των υποχρεώσεων στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, παρόμοιες με αυτές των τραπεζών ή των ασφαλιστικών εταιριών.

- Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (π.χ. μικρά γραφεία δικηγόρων ή λογιστών, ανεξάρτητων επαγγελματιών και μικρότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, κ.λπ.) οι οποίες με βάση την οδηγία είναι υπόχρεες για την εφαρμογή του νόμου για το ξέπλυμα, έχουν αναφέρει ότι η οδηγία έχει σχεδιαστεί με γνώμονα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ότι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για τη διεξαγωγή του ίδιου επιπέδου ελέγχου όπως, για παράδειγμα, μια τράπεζα ή μια ασφαλιστική εταιρία.
 

Last modified on Δευτέρα, 19 Ιουνίου 2023 09:33